- λαγοθήρας
- λᾰγο-θήρας, ου, ὁ,A hare-hunter, in voc. -θηρᾰ or -
θῆρᾰ AP9.337
(Leon.).II a kind of eagle, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θῆρᾰ AP9.337
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγοθήρας — λαγοθήρας, ὁ (Α) αυτός που κυνηγά τους λαγούς, λαγοκυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + θήρας (< θήρα), πρβλ. λογο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
λαγοθήρας — λαγοθήρᾱς , λαγοθήρας hare hunter masc acc pl λαγοθήρᾱς , λαγοθήρας hare hunter masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
λαγοθηρώ — λαγοθηρῶ, έω (Α) [λαγοθήρας] κυνηγώ λαγούς … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
ԵՂԻՏԱՄՆ — ( ) NBH 2 1050 Chronological Sequence: Unknown date Բառ անյայտ. որպէս Որսող նապաստակի. λαγοθήρας արծիւ, եւայլն. Գաղիան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)